καθυποχρεώνω

καθυποχρεώνω
(επιτατ. τού υποχρεώνω) υποχρεώνω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, καταϋποχρεώνω κάποιον προσφέροντας μεγάλη εκδούλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-χρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποχρεώ, μαρτυρείται από το 1829 στον Κωνσταντίνο Κυρ. Αριστεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθυποχρέωση — η [καθυποχρεώνω] η μεγάλη υποχρέωση, η καταϋποχρέωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”